ῥᾳθυμότερον

ῥᾳθυμότερον
ῥᾳθῡμότερον , ῥᾴθυμος
adverbial comp
ῥᾳθῡμότερον , ῥᾴθυμος
masc acc comp sg
ῥᾳθῡμότερον , ῥᾴθυμος
neut nom/voc/acc comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευωρία — (I) εὐωρία, ἡ (ΑΜ) [εύωρος Ι] 1. (κατά τον Ησύχ.) ολιγωρία, αμέλεια 2. (κατά τον Φώτ.) «τὸ μὴ πάνυ φροντίζειν, ἀλλὰ ραθυμότερόν πως ἔχειν». (II) εὐωρία, ἡ (ΑΜ) [εύωρος II] η ωραιότητα τής εποχής, τής ώρας, η ευκρασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”